Η επίδραση του stress στη διατροφική συμπεριφορά
Ομοιόσταση - στρες
Η άριστη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού οφείλεται στον επιτυχή συγχρονισμό όλων των σωματικών λειτουργιών, εξασφαλίζοντας μια κατάσταση δυναμικής ισορροπίας (ομοιόσταση). Στον αντίποδα αυτής εντοπίζεται το στρες, το οποίο ορίζεται ως η κατάσταση πραγματικής ή απειλούμενης διαταραχής της ομοιόστασης που αποκαθίσταται μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα συμπεριφορικών και φυσιολογικών αποκρίσεων προσαρμογής του οργανισμού. Το στρες (distress) επάγει έναν καταρράκτη αντιδράσεων στο σώμα που ξεκινά από τον υποθάλαμο και το συμπαθητικό νευρικό σύστημα και καταλήγει στα επινεφρίδια με την απελευθέρωση κορτιζόλης και κατεχολαμινών (επινεφρίνης και νορεπινεφρίνης). Η προκαλούμενη ανισορροπία επιφέρει άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, όπως δυσλειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος, καταστολή της ανοσολογικής απάντησης και τροποποίηση συμπεριφορών υγείας. Η διατροφική συμπεριφορά, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που καθορίζουν την υγεία, επηρεάζεται σημαντικά από το στρες.
Απάντηση στο στρες μέσω της τροφής
Ένα ποσοστό ατόμων όταν υποβάλλονται σε οξύ στρες τροποποιούν τη διατροφική τους συμπεριφορά ως απάντηση στο στρεσογόνο ερέθισμα (responders to stress). Αυτή η αλλαγή μπορεί να περιλαμβάνει μείωση (stress fasters) ή αύξηση (stress eaters) της καταναλισκόμενης τροφής, σε ποσοστό 30% και 70% αντίστοιχα. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την ποσότητα της τροφής που θα καταναλωθεί, οι διατροφικές επιλογές στρέφονται προς μια σταθερή κατεύθυνση και πιο συγκεκριμένα προς την κατανάλωση υψηλών σε θερμίδες, και κυρίως σε λίπος, τροφίμων (τύπου σνακ, με γλυκιά γεύση).
Ποια άτομα είναι πιο επιρρεπή;
Υπό συνθήκες στρες, φαίνεται ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να υποβαθμίζουν την ποιότητα της διατροφής τους συνολικά καταναλώνοντας περισσότερα ανθυγιεινά τρόφιμα, ενώ ουδέτερη ή μικρή επίδραση έχει το στρες στις διατροφικές επιλογές των ανδρών, οι οποίοι καταναλώνουν τα ίδια ή λιγότερα. Μια πιθανή εξήγηση γι’ αυτή τη διαφοροποίηση είναι ο διαιτητικός περιορισμός, ένα χαρακτηριστικό που εντοπίζεται συχνότερα μεταξύ των γυναικών. Πιο συγκεκριμένα, υπό φυσιολογικές συνθήκες οι γυναίκες περιορίζουν την κατανάλωση γλυκών και λιπαρών τροφίμων, τόσο επειδή επιθυμούν να διατηρήσουν το σωματικό τους βάρος, όσο και εξαιτίας της αυξημένης ευαισθητοποίησής τους σε θέματα υγείας. Ωστόσο, έρευνες υποστηρίζουν ότι τα άτομα αυτά είναι περισσότερο ευάλωτα σε διατροφικές παρεκτροπές υπό συνθήκες στρες, σε αντίθεση με τους μη περιοριστικούς τύπους επειδή ο γνωσιακός έλεγχος που ασκούν καταστέλλεται.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό που σχετίζεται με την εν λόγω σχέση είναι η συναισθηματική υπερφαγία (emotional eating). Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα άτομα που καταναλώνουν φαγητό για να ανακουφιστούν από αρνητικά συναισθήματα. Αν και το στρες, σε αντίθεση με το άγχος, δεν είναι συναίσθημα μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση αρνητικών συναισθημάτων και έτσι έμμεσα να οδηγήσει στην κατανάλωση «φαγητού προς ανακούφιση» (comfort food), δηλαδή τροφίμων που δημιουργούν μια αίσθηση ευεξίας μετά την κατανάλωσή τους. Οι άνθρωποι που είναι επιρρεπείς στην κατανάλωση των συγκεκριμένων τροφίμων, επίσης, χαρακτηρίζονται και από αμέλεια σωστού προγραμματισμού των γευμάτων τους, με επακόλουθο την κατανάλωση πρόχειρου φαγητού και σνακ.
Ποιοί είναι οι προτεινόμενοι μηχανισμοί;
Βιο-συμπεριφοριστικοί
Η σχέση ανάμεσα στο στρες και την αλλαγή στις διατροφικές επιλογές δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρη. Το 2007 προτάθηκε ένα ψυχοβιολογικό μοντέλο που περιγράφει τα 3 κύρια μονοπάτια που εμπλέκονται στη διαδικασία πρόσληψης τροφής υπό συνθήκες στρες.
Ο πρώτος μηχανισμός εμπλέκει τις φυσιολογικές επιπτώσεις του στρες, οι οποίες μιμούνται τα χαρακτηριστικά του κορεσμού. Σε πρώτη φάση η όρεξη μειώνεται, εξαιτίας της άμεσης δράσης των κατεχολαμινών, όμως στη συνέχεια η ορεξιογόνος δράση της κορτιζόλης υπερτερεί οδηγώντας σε αύξηση της πρόσληψης τροφής.
Η δεύτερη προτεινόμενη εξήγηση προκύπτει από τη γενικότερη θεώρηση των επιπτώσεων που επιφέρει το στρες. Υπό συνθήκες στρες τα άτομα αναγκάζονται να κινητοποιήσουν τις δυνάμεις τους ώστε να αντιμετωπίσουν επιτυχώς το στρεσογόνο ερέθισμα (problem-focused coping), που σημαίνει ότι ο αυτοεπιβαλλόμενος περιορισμός παραμερίζεται και μακροπρόθεσμοι στόχοι όπως η συμμόρφωση σε ένα διαιτητικό πλάνο δεν είναι πια προτεραιότητα.
Τέλος, το στρες πολύ συχνά συνοδεύεται και από αρνητικά συναισθήματα. Σε αυτή την περίπτωση οι προσπάθειες διαχείρισής του έχουν σαν στόχο την επιτυχή αντιμετώπιση όχι μόνο του στρεσογόνου ερεθίσματος, αλλά και των αρνητικών συναισθημάτων που αυτό προκάλεσε (emotion-focused coping). Ειδικά σε ανθρώπους ολιγαρκείς με το φαγητό, κάποια τρόφιμα φαίνεται να αποκτούν ιδιαίτερη αξία και χρησιμοποιούνται ως μέσα συναισθηματικής ανακούφισης.
Νευρο-ορμονικοί
Η ρύθμιση της πρόσληψης τροφής είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία που λαμβάνει χώρα κεντρικά τόσο από τον υποθάλαμο (μέσω ρυθμιστικών νευροπεπτιδίων και θρεπτικών συστατικών), όσο και από άλλα εγκεφαλικά κυκλώματα όπως περιοχές του μεταιχμιακού συστήματος, του φλοιού και συστήματα νευροδιαβιβαστών. Είναι πλέον επιστημονικώς αποδεκτό ότι δεν είναι μόνο η πείνα και ο κορεσμός τα μοναδικά σήματα που καθορίζουν την πρόσληψη τροφής, αλλά και το αίσθημα ικανοποίησης και ανταμοιβής από την κατανάλωσή της.
Κάποια τρόφιμα, ιδιαίτερα τα πλούσια σε λίπος και ζάχαρη, λειτουργούν ως φυσική ανταμοιβή για τον οργανισμό προάγοντας την κατανάλωσή τους, ακόμα και απουσία ενεργειακής απαίτησης, ενώ συγχρόνως πυροδοτούν μαθημένες συσχετίσεις ανάμεσα στο ερέθισμα (τρόφιμο) και την ανταμοιβή. Εξελικτικά αυτή η ιδιότητα πρόσφερε σημαντικό πλεονέκτημα στον άνθρωπο επειδή εξασφάλιζε ότι το φαγητό θα καταναλωνόταν όταν ήταν διαθέσιμο, ανεξάρτητα από το αίσθημα του κορεσμού, επιτρέποντας την αποθήκευση της περίσσειας της ενέργειας με τη μορφή λίπους στο σώμα για μελλοντική χρήση. Ωστόσο στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, όπου δεν τίθεται θέμα ενεργειακής στέρησης, η ιδιότητα αυτή ενδέχεται να επιβαρύνει την ανθρώπινη υγεία.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες η συμπεριφορά αυτή είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης πολλών νευρωνικών κυκλωμάτων, με την αμυγδαλή και τον ιππόκαμπο να επάγουν την κατανάλωση του τροφίμου-ανταμοιβή, τον προμετωπιαίο φλοιό να προσπαθεί να την αναστείλει (γνωσιακός έλεγχος) και τον υποθαλάμο να υπακούει στα ενεργειακά ερεθίσματα. Ουσιαστικά πρόκειται για μια «μάχη» ανάμεσα στα νευρωνικά αυτά κυκλώματα, με τον τελικό νικητή να καθορίζει τη διατροφική συμπεριφορά του ατόμου, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, υπό συνθήκες στρες παρατηρείται δυσλειτουργία σε πολλά σημεία του κυκλώματος, π.χ. έλλειμμα αποθεμάτων σεροτονίνης, μειωμένη απελευθέρωση ντοπαμίνης, δυσλειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού, αυξημένη ανάγκη ενδογενών κανναβινοειδών, μειωμένος «ουδός ευχαρίστησης» κά.
Η ιδιότητα λοιπόν των τροφίμων-ανταμοιβή να «επιδιορθώνουν τις βλάβες» του στρες καλύπτοντας το κενό στη νευρωνική υπολειτουργία που δημιουργείται σταδιακά (π.χ. αυξάνοντας τη σεροτονίνη) σε συνδυασμό με την ικανότητά τους να τερματίζουν τον ίδιο τον άξονα του στρες (β-ενδορφίνη = φυσικό αναλγητικό) τα καθιστά μια εύκολη στρατηγική διαχείρισης της κατάστασης. Έτσι εξηγείται σε ένα βαθμό πώς το άτομο σταδιακά αναπτύσσει και υιοθετεί μια συγκεκριμένη –μαθημένη – διατροφική συμπεριφορά κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπο με κάποιο στρεσογόνο ερέθισμα.
Σύνοψη
Το στρες διαταράσσει την ανθρώπινη φυσιολογία σε πολλαπλά επίπεδα, μεταξύ των οποίων και τη διατροφική συμπεριφορά. Αν και βραχυπρόθεσμα οι διατροφικές αλλαγές που παρατηρούνται δεν απειλούν την υγεία, όταν το στρες είναι καθημερινό η στιγμιαία τάση κατανάλωσης των λιπαρών, γλυκών σνακ γίνεται συνήθεια με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων σχετιζόμενων με την υπερκατανάλωση κορεσμένου λίπους και ζάχαρης, όπως παχυσαρκία, καρδιαγγειακά νοσήματα κλπ. Στη σημερινή «στρεσογόνο» εποχή είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη για πιο αποτελεσματική διαχείριση των στρεσογόνων παραγόντων και μείωση του στρες. Η καθημερινή φυσική δραστηριότητα, η ισορροπημένη διατροφή μεσογειακού τύπου και επιστημονικές τεχνικές χαλάρωσης έχει αποδειχθεί ότι βοηθούν σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση.