Στον τύπο αυτό διαβήτου η έκκριση της ινσουλίνης μειονεκτεί αλλά συνήθως είναι επαρκής. Φαίνεται στην πραγματικότητα ότι η έκκριση είναι κακά προσαρμοσμένη και επιβραδυνόμενη. Επιπλέον, τα κύτταρα ανθιστανται στην ενέργεια της ινσουλίνης δηλ. έχουμε ινσουλινοαντίσταση, με συνολική και τελική έκφραση την αύξηση της γλυκόζης του αίματος.
Η τακτική σωματική άσκηση στους διαβητικούς τύπου 2 αποτελεί σημαντικό μέρος της θεραπείας και η επιμονή του γιατρού στο θέμα αυτό θα πρέπει να είναι συνεχής και ανυποχώρητη. Είναι γνωστό από μελέτες ότι τόσο η οξεία όσο και η μέτριας ένταση άσκηση μειώνει την υπεγλυκαιμία και την υπερινσουλιναιμία στους διαβητικούς τύπο 2. Ελάττωση της υπερινσουλαιμίας σημαίνει βελτίωση της ινσουλινοαντίστασης που αποτελεί το στόχο της θεραπείας του ‘’διαβητικού συνδρόμου’’. Είναι γνωστό ότι υπάρχει μια σημαντική σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Το 75-80% των διαβητικών τύπο 2 είναι παχύσαρκοι και παρουσιάζουν υπερινσουλιναιμία. Η αντίσταση στη δράση της ινσουλίνης είναι κοινή στη παχυσαρκία και στο διαβήτη. Για την υπερινσουλιναιμία της παχυσαρκίας συμβάλλουν η αντίσταση στη δράση, η υπερέκκριση και η μειωμένη και η μειωμένη υπατική κάθαρση της ινσουλίνης. Μείωση του σωματικού βάρους επιφέρει βελτίωση της υπερινσουλιναιμίας με καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο. Ακόμη και η μικρή απώλεια βάρους είναι ικανή να προσφέρει σημαντικά οφέλη στη γλυκαιμική ρύθμιση. Το μεγαλύτερο και καλύτερο όμως αποτέλεσμα φαίνεται με την επίτευξη του ιδανικού βάρους. Αυτό γιατί η σωματική αύξηση αυξάνει την ευαισθησία των υποδοχέων της ινσουλίνης ενώ παράλληλα μειώνει τη διεγερσιμότητα του β’ κυττάρου για έκκριση ινσουλίνης από το ερέθισμα της γλυκόζης.
Η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας μπορεί να διευκολύνει καλύτερα την απώλεια βάρους αν είναι συνδεδεμένη με την κατάλληλη διατροφή (ολιγοθερμική δίαιτα με μειωμένα λιπαρά). Όμως τα ευεργετικά αποτελέσματα της άσκησης φαίνονται όταν αυτή συνεχίζεται. Έτσι παχύσαρκα διαβητικά άτομα φαίνεται να διατηρούν το σωματικό βάρος που χάθηκε μόνο όταν η φυσική άσκηση αποτελεί μέρος του καθημερινού τους προγράμματος. Αυτό γιατί η δράση αυτή πάει μετά από ένα έως δύο εισοσιτετράωρα μετά τη διακοπή της. Το κανονικό για παράδειγμα βάδισμα καταναλίσκει περίπου 5 θερμίδες το λεπτό. Με βάδισμα μια ώρα ημερησίως (20 λεπτά πρωί – μεσημέρι – βράδυ) χάνονται 300 θερμίδες που μεταφράζονται σε απώλεια βάρους 1 χιλιόγραμμο το μήνά.
Είναι γνωστό ότι όταν δεν υπάρχει κίνηση οι μύες ατροφούν, μειώνεται το βάρος και η δύναμή τους (περίπτωση ανθρώπων που παρέμειναν κλινήρεις για κάποιο λόγο ή έπαθαν κάποιο κάταγμα). Αντίθετα το σημαντικότερο ερέθισμα για τη συμμετρική ανάπτυξη του μυοσκελετικού συστήματος είναι η κίνηση – άθληση. Οι μύες ισχυροποιούνται ενώ ελαττώνεται ο λιπώδης ιστός και ιδιαίτερα το σπλαχνικό λίπος που είναι υπεύθυνος για την αντίσταση της ινσουλίνης. Παρόμοια ευεργετικά αποτελέσματα της άσκηση βλέπουμε στα οστά του σκελετού. Οι αρθρώσεις γίνονται ευλύγιστες και πλέον λειτουργικές ενώ μειωμένα ποσοστά οστεοπόρωσης παρατηρούνται στους ασκούμενους-αθλούμενους διαβητικούς.
Όλα συμφωνούν και επιβεβαιώνουν ότι η καθιστική ζωή είναι βλαβερή για το διαβητικό άτομο. Αντίθετα, η σωματική ενασχόληση του διαβητικού επιφέρει ποιότητα ζωής, καλύτερη φυσική κατάσταση ως επίσης και μικρότερη πιθανότητα αγγειακών επιπλοκών που οφείλονται στον διαβήτη.